- μεταβασανίζω
- μεταβᾰσᾰνίζω,A test a theory afterwards, Gal.18(2).862.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταβασανίζω — και ματαβασανίζω (Α μεταβασανίζω) νεοελλ. υποβάλλω κάποιον σε νέα βάσανα, ξαναβασανίζω αρχ. ελέγχω κάτι εκ νέου, επανεξετάζω λεπτομερώς … Dictionary of Greek
μεταβασανίσας — μεταβασανίσᾱς , μεταβασανίζω test aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)